επιπροσθώ

επιπροσθώ
(AM ἐπιπροσθῶ, -έω) [επίπροσθεν]
μπαίνω, βρίσκομαι μπροστά, παρεμβάλλομαι, εμποδίζω («ἐπιπροσθοῡντος τοῡ Κιθαιρῶνος», Θεόφρ.)
αρχ.
μτφ. σκιάζω, επισκοτίζω, συσκοτίζω («τὸν χρόνον... ἐπιπροσθοῡντα τῇ γνώσει τῶν πραγμάτων», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπιπροσθῶ — ἐπιπροσθέω to be before pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιπροσθέω to be before pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπιπροσθέω to be before pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιπροσθέω to be before pres ind act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπρόσθηση — η (AM ἐπιπρόσθησις) [επιπροσθώ] 1. παρεμβολή μεταξύ άλλων, παρεμπόδιση, παρακώλυση 2. επικάλυψη, επισκίαση μσν. επιπλέον προσθήκη αρχ. (για πράγμ.) αυτό που χρησιμεύει για απόκρυψη, για κάλυψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”